- ἀειφυγίας
- ἀειφυγίᾱς , ἀειφυγίαexile for lifefem acc plἀειφυγίᾱς , ἀειφυγίαexile for lifefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειφυγία — η εξορία για όλη τη ζωή: Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η ποινή της αειφυγίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)